- σαπροπωμάριος
- σαπρο-πωμάριος, ὁ, perh.A seller of preserved fruits, or cider-maker, MAMA3.760 ([place name] Corycus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπροπωμάριος — ὁ, Α πιθ. πωλητής διατηρημένων καρπών ή παρασκευαστής γλυκού γινωμένου κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + *πωμάριος (< λατ. pomarius «οπωροπώλης»), πρβλ. και πωμάριον] … Dictionary of Greek